- φορτοεκφορτωτής
- ο, Νεργάτης που φορτώνει και ξεφορτώνει εμπορεύματα ή άλλα υλικά, αχθοφόρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φορτοεκφορτωτής — ο εργάτης που έχει ως έργο του τη φορτοεκφόρτωση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
εκφορτωτής — ο εργάτης για το ξεφόρτωμα, ο φορτοεκφορτωτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)